- πεπλατυσμένων
- πλατύνωwidenperf part mp fem gen plπλατύνωwidenperf part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κολοκυθιά — Γενική ονομασία ειδών, υποειδών και ποικιλιών του γένους κουκούρβιτα (Cucurbita) που περιλαμβάνει δικοτυλήδονα φυτά της οικογένειας των κουκουρβιτιδών. Πρόκειται για λαχανοκομικά φυτά με εδώδιμους καρπούς (κολοκύθια, κολοκυθάκια και κολοκύθες)… … Dictionary of Greek
ναύκορις — η εντομολ. γένος ετερόπτερων εντόμων τής οικογένειας ναυκορίδες, μικρών πεπλατυσμένων κοριών τού νερού που απαντούν στις τροπικές περιοχές. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. naucoris (< ναῦς + κόρις «κοριός»)] … Dictionary of Greek
πινακοκύτταρο — το, Ν βιολ. κατηγο ρία μεγάλων πεπλατυσμένων κυττάρων ορισμένων σπόγγων, τα οποία περιέχουν κοκκία και έχουν εξωδερμική προέλευση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pinacocyte (< πίναξ + κύτταρο)] … Dictionary of Greek
σολέα — (solea). Γένος τελεόστεων ψαριών της οικογένειας των Σολεϊδών. Ζουν στους αμμώδεις βυθούς των ρηχών θαλασσών. Το χαρακτηριστικότερο τους γνώρισμα είναι ότι ακουμπούν στον πυθμένα με το αριστερό τους πλευρό. Είναι ψάρια μικρού ή μέτριου μεγέθους,… … Dictionary of Greek